- πόντιον
- πόντιοςof the seamasc acc sgπόντιοςof the seaneut nom/voc/acc sgπόντιοςof the seamasc/fem acc sgπόντιοςof the seaneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… … Dictionary of Greek
PALAEMON — I. PALAEMON Grammaticus Vicentinus, qui Romae vixit, sub Tiberio et Claudio Imepratorib. tantâ vir arrogantiâ, ut M. Varronem porcum appellaret; secum autem et natas et morituras literas iactaret. Luxuriae quoque ita indulsit, ut saepius in die… … Hofmann J. Lexicon universale
THALASSIO seu THALASSIUS — carmen Nuptiale, apud Romanos, vide supra Talassio. Alias θαλάςςιος, marinus: unde θαλαασϚίτης, primum genus hyacinchi, de quo Salmas. ad Solin. p. 1107. et thalassites genus vini falsi, apud Plin. l. 14. c. 8.proprie vero θαλάςςιον, quod in mari … Hofmann J. Lexicon universale
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek
λαλάζω — (Α) (ποιητ. τ.) [λαλώ] 1. θορυβώ, ηχώ, αντηχώ («μηδ ὥστε κῡμα πόντιον λάλαζε», Ανακρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λαλάξαι τὴν γλῶσσαν ἐξελεῑν» … Dictionary of Greek
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek